- ἡδονικά
- ἡδονικόςofneut nom/voc/acc plἡδονικά̱ , ἡδονικόςoffem nom/voc/acc dualἡδονικά̱ , ἡδονικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡδονικάς — ἡδονικά̱ς , ἡδονικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδονικός — ή, ό (AM ηδονικός, ή, όν) [ηδονή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ηδονή, αυτός που προκαλεί την ηδονή, γλυκός, τερπνός, ευχάριστος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ηδονικοί οι οπαδοί τού ιδρυτή τής κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου… … Dictionary of Greek
Constantine P. Cavafy — Constantine Cavafy c.1900 Born April 29, 1863(1863 04 29) Alexandria, Egypt Province, Ottoman Empire Died April 29, 1933(1933 04 29) … Wikipedia
ηδονικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που περικλείνει ηδονή: Ηδονικό αίσθημα. 2. αυτός που προξενεί ηδονή: Ηδονικά χείλη. – Ρουφά ηδονικά τον καφέ του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκυθυμία — η (AM γλυκυθυμία) [γλυκύθυμος] η ροπή τής ψυχής προς τα ευχάριστα και τα ηδονικά αρχ. η ήρεμη ψυχική διάθεση, η προσήνεια … Dictionary of Greek
ενήδονα — ἐνήδονα και ἐνηδόνως (Μ) [ενήδονος] επίρρ. 1. ευχάριστα, ηδονικά 2. υπερβολικά … Dictionary of Greek
ενηδυπαθώ — ἐνηδυπαθῶ, έω (Α) [ηδυπαθώ] περνώ τη ζωή ηδονικά, ευχάριστα, ηδυπαθώ* … Dictionary of Greek
ηδυπαθής — ές (AM ἡδυπαθής, ές) αυτός που ζει βίο ηδονικό, που ρέπει προς τις ηδονές τής σάρκας, φιλήδονος το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδυπαθές ήδυπάθεια, φιληδονία. επίρρ... ηδυπαθώς (Α ἡδυπαθώς) με ηδυπαθή τρόπο, ηδονικά, φιλήδονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + παθής… … Dictionary of Greek
ηδυπαθώ — ἡδυπαθῶ, έω (Α) [ηδυπαθής] ζω ηδονικά, ζω στην πολυτέλεια, απολαμβάνω τις σαρκικές ηδονές … Dictionary of Greek
ηδύς — εία, ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, εῑα, ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα) 1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῑπνον», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ. και για… … Dictionary of Greek